- κενοτομώ
- κενοτομῶ (ΑΜ)μσν.σπαταλώ, χάνω ανώφελα τον καιρό μουαρχ.(κατά παρώδηση τού καινοτομώ) κάνω μάταιες καινοτομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λεπτο-τομώ, ορθο-τομώ].
Dictionary of Greek. 2013.